εγκωμιαστής

εγκωμιαστής
ο расточитель похвал, панегирист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εγκωμιαστής" в других словарях:

  • ἐγκωμιαστής — praiser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκωμιαστής — ο (θηλ. εγκωμιάστρια, η) (AM ἐγκωμιαστής) αυτός που εγκωμιάζει …   Dictionary of Greek

  • εγκωμιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εγκωμιάζει, ο υμνητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκωμιαστήν — ἐγκωμιαστής praiser masc acc sg (attic epic ionic) ἐγκωμιαστός to be praised fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • encomiasta — ► sustantivo masculino femenino Persona que alaba a otra. SINÓNIMO panegirista * * * encomiasta (del gr. «enkōmiastḗs») n. Panegirista. * * * encomiasta. (Del gr. ἐγκωμιαστής). com. panegirista. * * * ► sustantivo de género común Panegirista …   Enciclopedia Universal

  • αινετής — αἰνετὴς και αἰνέτης, ο (Α) [αἰνῶ] υμνητής, εγκωμιαστής …   Dictionary of Greek

  • δοξαστής — ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ) υμνητής, εγκωμιαστής νεοελλ. αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου αρχ. 1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία 2. πληθ. δοξασταί οι δικαστές …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] …   Dictionary of Greek

  • υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐԲՈՂԻՉ — (ղչի, չաց.) NBH 2 0416 Chronological Sequence: 12c ա. ἑγκωμιαστής laudator. Որ ներբողէ. գովիչ. *Զի ոչ պատմիչ, այլ ներբողիչ է: Ներբողիչ լինի նմա օրհնութեամբ երգոյս. Լմբ. սղ. եւ Լմբ. պտրգ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»